Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας προσφέρει στο κοινό 6 σπουδαίες παραστάσεις on line

Στην τόσο δύσκολη συνθήκη που βιώνουμε όλοι, το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, ένα από τα πλέον ιστορικά θέατρα ρεπερτορίου της πρωτεύουσας, με μία διαδρομή που μετρά σχεδόν τριανταπέντε χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, δίνει τη δυνατότητα στο θεατρόφιλο κοινό, αλλά και σε φοιτητές θεατρολογίας και σπουδαστές σχολών υποκριτικής τέχνης, να παρακολουθήσουν σε έξι διαφορετικές ημερομηνίες, έξι παραστάσεις “σταθμούς” από το διεθνές δραματολόγιο & μία από την ελληνική λογοτεχνία.

Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας προσφέρει στο κοινό 6 σπουδαίες παραστάσεις on line

Πρόκειται για έξι εμβληματικές παραστάσεις, που αγαπήθηκαν από το κοινό και υμνήθηκαν από τους κριτικούς σε σκηνοθεσίες των Λευτέρη Βογιατζή, Στάθη Λιβαθινού, Μίνου Βολανάκη, Δημήτρη Καραντζά και Νίκου Μαστοράκη.

Μείνετε σπίτι, μπείτε στο www.theatroodoukefallinias.gr και δείτε:

Σάββατο 4 Απριλίου από τις 11.00πμ έως τις 11.00πμ της επομένης :

Oι δούλες, του Ζαν Ζενέ, σκηνοθεσία Λευτέρης Βογιατζής

Οι Δούλες στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας
Οι Δούλες στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Κυριακή 5/4 από τις 11.00πμ έως τις 11.00πμ της επομένης 

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ ΤΙΤΛΟΣ:

LES BONNES

Μετάφραση

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

Σκηνοθεσία

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ

Σκηνικά-Κοστούμια

ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ

Φωτισμοί
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Βοηθός σκηνογράφος

ΤΟΤΑ ΠΡΙΤΣΑ

Επιμέλεια κίνησης

ΜΑΡΙΕΛΑ ΝΕΣΤΟΡΑ

Σύνθεση ήχων

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Μακιγιάζ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΕΝΤΗΣ

Βοηθοί σκηνοθέτη

ΜΑΡΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ, ΑΚΗΣ ΛΥΡΗΣ

ΔΙΑΝΟΜΗ

Κλαιρ

ΡΕΝΗ ΠΙΤΤΑΚΗ

Σολάνζ

ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

Κυρία

ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ / ΑΝΕΖΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Περίοδος 2005-2006

Α΄ παράσταση: 9 Νοεμβρίου 2005

Παραστάσεις: 154 / Θεατές: 21714

Jean Genet: The Maids.

Translated by Dimitris Dimitriadis, directed by Lefteris Vogiatzis. Set & Costumes: Chloe Obolensky. Lighting: Lefteris Pavlopoulos. Movement: Mariela Nestora. Sound composition: Dimitris Iatropoulos. Cast: Reni Pittaki, Betty Arvaniti, Maya Lymberopoulou, Aneza Papadopoulou.

Στο Θέατρο Κεφαλληνίας ο Βογιατζής, στην κλασική μετάφραση του Δημητριάδη, σκηνοθέτησε με τη λογική φαρμακευτικού ζυγού, με επιμονή στη λεπτομέρεια, τις Δούλες του Ζενέ, ένα έργο που εδώ και χρόνια ως γραφή έχει ξεπεραστεί, αλλά ως περιεχόμενο όσο περνούν τα χρόνια γίνεται συνταρακτικότερο. Και μη προς κακοφανισμόν τα ανωτέρω. Και ο Αισχύλος ως γραμμή και δομή είναι έξω από τα νερά μας, ακόμη και την αισθητική μας, αλλά μας αφορά. Καίρια.

Ο Βογιατζής μέσα στον αριστουργηματικό χώρο της Ομπολένσκι δίδαξε τις τρεις σπουδαίες πρωταγωνίστριες βάθος υποκριτικής οπτικής και σχέσεις σκηνικές ως ιστό αράχνης. Η Μπέττυ Αρβανίτη ξεπέρασε άλλη μια φορά τα όριά της (Σολάνζ), η Ρένη Πιττακή (Κλαιρ) με φαντασία δημιούργησε, ηθοποιός αυτή χωρίς μανιέρα, κάτι σημαντικό, έδωσε μανιέρα στον ρόλο της, αφού υποδύεται την Κυρία. Η Μάγια Λυμπεροπούλου (Κυρία) γνωρίζει να παίζει στα δάκτυλα τα στυλ και αυτοσχεδίασε σκηνικά τη ρητορική μιας ολόκληρης τάξης και μιας μεγάλης μερίδας γυναικείας ματαιόδοξης ευήθειας.

Κώστας Γεωργουσόπουλος,

«Ποιητές ήθους»,

Τα Νέα, 9 Ιανουαρίου 2006

Ο Λευτέρης Βογιατζής, που σκηνοθετεί την παράσταση στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», στην έμπειρη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, βρίσκει τον δρόμο, ξετυλίγει το νήμα ευθύγραμμα, στοχεύει κατ’ ευθείαν στον ποιητικό πυρήνα χωρίς να στέκει στο γράμμα, και αποφεύγει όσο γίνεται τους περίπλοκους μαιάνδρους μιας αέναα ελισσόμενης, ενδοστρεφούς σκέψης, που «κρύπτεσθαι φιλεί». Η παράσταση έχει έξοχους ρεαλιστικούς-ονειρικούς την ίδια στιγμή χρόνους και ρυθμούς και μια συμπάγεια ύφους διαυγούς μέσα στη «θολότητά» του, που την αναδεικνύουν ως την αρτιότερη μέχρι σήμερα παράσταση αυτού του πολυπαιγμένου στην Ελλάδα έργου.

Η διδασκαλία φωτίζει τους ρόλους ως παρουσίες εν απουσία, δίνει το περίγραμμά τους πάνω στην πηχτή λάσπη των βυθών της ύπαρξης, ως το αποτύπωμα που διαρκεί μετά το πέρασμά τους. «Αυτό το ακαριαίον», που θα έλεγε ο Καβάφης. Η Μπέττυ Αρβανίτη εγκαθίσταται στον ρόλο και τον αποτυπώνει ως κάτοψη ύπαρξης, με αφώτιστα υπόγεια. Είναι συγχρόνως και το στατικό σχέδιο της οικοδομής. Η Μάγια Λυμπεροπούλου, σε ρεσιτάλ θεατρικής μεταμόρφωσης, δίνει τη φωτισμένη πρόσοψη του ιστορικού μας οικοδομήματος. Η Ρένη Πιττακή ερμηνεύει, πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, κάτοψη και πρόσοψη του διατηρητέου, δίνοντας το ανάγλυφο προοπτικό.

Λένανδρος Πολενάκης,

«Αυτό το ακαριαίον»,

Κυριακάτικη Αυγή, 4 Δεκεμβρίου 2005

Ο Λευτέρης Βογιατζής, που σκηνοθέτησε την παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, επικέντρωσε στο στοιχείο της θεατρικής τελετουργίας. Δεν ακολούθησε τις σκηνικές οδηγίες που μιλούν για έπιπλα στιλ Λουί ΙΕ΄. Το σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκι είναι η σκηνή του θεάτρου προτού εγκατασταθεί το σκηνικό, ένας χώρος που απογυμνωμένος από ιδέες και νοήματα είναι άσχημος (σκεφτείτε την εικόνα μιας γυναίκας φιλάρεσκης που δέχεται απροετοίμαστη μία αιφνίδια επίσκεψη). Μόνο στο κέντρο της τοποθέτησε ένα χτιστό κρεβάτι-θυσιαστήριο. Λουλούδια σε τσίγκινα δοχεία, φορέματα της κυρίας που δημιουργούνται όταν σ’ ένα μπουρνούζι στερεώσεις ένα κομμάτι ταφτά, κατέδειξαν ότι στόχος της παράστασης είναι να προκαλέσει μια υποκριτική ουσίας όπου το μόνο πραγματικά σημαντικό είναι αυτό που θα αποκαλύψουν οι ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους.

Ο Ζενέ δεν έκρυβε τη βαθιά του απογοήτευση για τον τρόπο που υπηρετούσαν το θέατρο οι ηθοποιοί, κινούμενοι από ναρκισσισμό και επιδειξιομανία, και «ταυτιζόμενοι» –μέσα στην αλαζονική ανοησία τους– με τον τάδε ή δείνα ήρωα. Ο ίδιος ήθελε τον ηθοποιό «ενεργό σύμβολο», που να επιμένει στην ανθρώπινη ουσία, όχι στα ατομικά χαρακτηριστικά, απελευθερώνοντας τη θεατρική τέχνη από τις συμβάσεις του ψυχορραγούντος δυτικού θεάτρου.

Αυτό προσπάθησε ο Λ. Βογιατζής με τη Ρένη Πιττάκη, την Μπέττυ Αρβανίτη και τη Μάγια Λυμπεροπούλου. Το αποτέλεσμα είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Οι δυο πρώτες άφησαν στην άκρη κάθε φιλαρέσκεια και χωρίς φτιασίδια κατάφεραν ερμηνείες ουσίας, στα ενδότερα της διαταραγμένης ψυχικής κατάστασης των υπηρετριών, μάλιστα υιοθετώντας μία χοροθεατρική, «τελετουργική» και παράλογη κίνηση. Η Μάγια Λυμπεροπούλου, πάλι, ήταν απολαυστική στον ρόλο της Κυρίας, μιας γυναίκας που παίζει ρόλους και που βρίσκει τον εαυτό της μέσα από επινοημένες εικόνες και ιδέες που πιστεύει ότι της ταιριάζουν ή ότι οι άλλοι έχουν γι’ αυτήν.

Ματίνα Καλτάκη,

«“Δούλες”, αλλά υπέροχες»,

Ο Κόσμος του Επενδυτή, 30 Δεκεμβρίου 2005

Πόσο πολύ μπορεί μια παράσταση να αναδείξει ένα έργο. Οι Δούλες του Ζαν Ζενέ, έτσι όπως παρουσιάζονται στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας από την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, μοιάζουν σαν να αναβαπτίστηκαν, για να μην πω σαν να ξαναγεννήθηκαν. Δεν κρύβω ότι είχα την αίσθηση, πριν πάω σε αυτό το θέατρο, πως οι Δούλες ως έργο έχουν ξεπεραστεί, πως η επιλογή τους έμοιαζε και σαν αδιέξοδο επιλογής σε μια εποχή που δεν υπάρχουν έργα και πρέπει να βρούμε κάτι «ποιοτικό» και φτηνό, αφού έχει τρία πρόσωπα όλα κι όλα, και επιχειρηματικά συμφέρει.

Πόσο είχα απατηθεί! Μόνο όταν ξεκίνησε η παράσταση κι όσο προχωρούσε, καταλάβαινα την αλήθεια, καθώς η πλάνη μου εξαφανιζόταν και στη θέση της θρονιαζόταν η μέθεξη, αυτή που μόνο το ωραίο θέατρο μπορεί και προσφέρει. Δεν έφταιγαν οι Δούλες του Ζαν Ζενέ που εγώ είχα σχηματίσει λανθασμένη γνώμη. Έφταιγαν τα ανεβάσματα που είχα δει, όπου πράγματι η επιλογή του έργου είχε να κάνει με το ότι φέρει έναν τίτλο βαρύ, ένα συγγραφέα που υπήρξε πρωτοπόρος στις αιρέσεις του και τρία πρόσωπα, που μπορεί να μην κοστίζουν πολλά στην παραγωγή. Αυτοί ήταν οι λόγοι που το ανέβαζαν, σε παραστάσεις που έτυχε να δω και δεν ήταν λίγες.

Η τωρινή μάς επανέφερε στην τάξη. Αυτή τη φορά είχε λόγο που ανεβάστηκε, είχε πολλά να πει και το σημαντικότερο έδειξε πόσο διαχρονικό είναι το έργο του «καταραμένου» Γάλλου συγγραφέα.

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης,

«Δούλες εκ βάθους ψυχής…»,

Ελεύθερος Τύπος, 9 Ιανουάριου 2006

Συνήθως, οι σκηνοθετικές «αναγνώσεις» του έργου τείνουν στην γκροτέσκα, υπερβολική υπογράμμιση των μεταμορφώσεων των δύο υπηρετριών, οι οποίες «παριστάνουν» την κυρία τους, κατά την απουσία της. Ο Λ. Βογιατζής, απέρριψε κάθε εντυπωσιοθηρισμό. Με εκπληκτικά αφαιρετικό ρεαλισμό έφερε στην επιφάνεια το «μεδούλι» του έργου και των συμβολικών προσώπων. Είδε το έργο μέσα από ένα νέο, καθάριο, απέριττο, ουσιώδες ιδεολογικοαισθητικό πρίσμα το έργο. «Φώτισε» το βαθύτατα ταξικό του υπόβαθρο και τα ταξικά χαρακτηριστικά του διπόλου. Την επηρμένη, επιτηδευμένη «φινέτσα» και την υποκριτική «ανωτερότητα» της «Κυρίας» και τη στερημένη κάθε χαρά, απόλαυση και ελπιδοφόρα προοπτική, ζωή των υπηρετριών. Στέρηση που γεννά ανεξέλεγκτο ψυχοδιανοητικό άλγος, ταξικό μίσος και φονικές πράξεις.

Στην πολύ σημαντική, κατά την υπογράφουσα, σκηνοθετική «ανάγνωση», συνέδραμαν ουσιαστικά όλοι οι συντελεστές της. Η ρεαλιστική μετάφραση (Δημήτρης Δημητριάδης), η σκηνογραφική απογύμνωση της σκηνής και τα λιτά κοστούμια (Χλόη Ομπολένσκι), οι φυσικοί φωτισμοί (Λευτέρης Παυλόπουλος), το μακιγιάζ – μάσκες (Άγγελος Μέντης).

Και τι να πούμε για τις ερμηνείες της Ρένης Πιττακή, της Μπέττυς Αρβανίτη, της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Πώς να διαβαθμίσει κανείς, χωρίς να αδικήσει τη μια ή την άλλη, τις εξίσου σπουδαίες, απόλυτα αρμόζουσες στους ρόλους τους δημιουργίες τους. Υποκριτικά «διαμάντια» και οι τρεις, που μεγέθυναν και αποκρυστάλλωσαν τη σκηνοθετική «ανάγνωση». Θεωρούμε, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ζήτησε και πέτυχε μια αξιοθαύμαστη απελευθέρωση των εκφραστικών μέσων και υποκριτικών «κωδίκων» της Μπέττυς Αρβανίτη, απελευθέρωση που εμπλουτίζει τον ερμηνευτικό της ορίζοντα.

Θυμέλη,

«“Ποιητής” της σκηνής»,

Ριζοσπάστης, 4 Ιανουάριου 2006

Η Φόνισσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σκηνοθεσία Στάθης Λιβαθινός

Η Φόνισσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Η Φόνισσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Δευτέρα 6 Απριλίου από τις 11.00πμ έως τις 11.00 της επομένης

Διασκευή

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

Σκηνοθεσία

ΣΤΑΘΗΣ ΛΙΒΑΘΙΝΟΣ

Σκηνικά-Κοστούμια

ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ

Μουσική

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΜΟΥΣΑΣ

Φωτισμοί

ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Μακιγιάζ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΜΟΥΚΗΣ

Βοηθός σκηνοθέτη

ΜΑΡΚΟΣ ΤΣΟΥΜΑΣ

Βοηθός σκηνογράφου

ΤΙΝΑ ΤΖΟΚΑ

ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

ΛΙΛΛΥ ΜΕΛΕΜΕ

ΛΟΥΚΙΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΖΙΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Στον ομώνυμο ρόλο η Μπέττυ Αρβανίτη

Περίοδοι 2011-2012 & 2012-2013

Α΄ παράσταση: 9 Νοεμβρίου 2011

Παραστάσεις: 247 / Θεατές: 31122

Alexandros Papadiamantis: The Murderess.

Adapted by Stratis Paschalis, directed by Stathis Livathinos. Set & Costumes: Eleni Manolopoulou. Music: Tilemachos Moussas. Lighting: Alekos Anastasiou. Cast: Betty Arvaniti, Lilly Meleme, Loukia Michalopoulou, Jinny Papadopoulou, Panagiotis Panagopoulos, Charis Charalambous.

Αυτό που βλέπουμε στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είναι η απόπειρα ανεβάσματος του έργου από μια ομάδα ηθοποιών, σε ένα εργαστηριακό πεδίο διάστικτο από θεωρητικές παρεμβάσεις, αναλύσεις, πληροφορίες και διευκρινίσεις. Κάτι σαν να ενσωματώνεις το πρόγραμμα της παράστασης στην ίδια την παράσταση.

Ωραία πράγματα. Και κάπως ψυχρά. Αν κάποιος στάθμευε εδώ θα είχαμε στην καλύτερη περίπτωση ένα ανιμασιόν με μπόλικη νεωτεριστική οίηση και λίγη ψυχή. Το παιχνίδι ωστόσο για τον Λιβαθινό ξεκινά από εδώ, από την εργαστηριακή ανάλυση και την «ερμηνεία» της Φόνισσας –ερμηνεία όχι μόνο κοινωνιολογική ή φεμινιστική, αλλά και θεατρολογική και λογοτεχνική. Από εδώ και έπειτα απλώνεται η άβυσσός της.

Καθώς βλέπουμε την εγκλωβισμένη μέσα σε ένα χαντάκι άμμου Φόνισσα της Μπέττυς Αρβανίτη να απολογείται και να αναβιώνει το έγκλημά της πριν τελικά χαθεί σε μια αβέβαιη ανάληψη, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι περισσότερο από το άγχος της «ερμηνείας» της. Πρόκειται για την αγωνία εξιλασμού της. Μια παράξενη αίσθηση ότι βρισκόμαστε μάρτυρες στον εξορκισμό μιας αιώνια δαιμονισμένης.

Είναι γεγονός ότι η Φραγκογιαννού καταλαμβάνεται από τον οίστρο του θανάτου, από τη σκοτεινή θέληση να επέμβει στον κόσμο και να ενεργήσει πάνω του. Σε αυτή την κατάληψη της επιθυμίας που την κατέχει, οι όποιες ευλογοφανείς ερμηνείες έρχονται εκ των υστέρων και μοιάζουν με πρόδηλες δικαιολογίες. Μόνο ελάχιστοι συγγραφείς κάποτε, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογιέφσκι, μπόρεσαν να αποδώσουν τη φύση του Κακού με αυτό τον τρόπο, σαν μια αδιάλυτη και ερεβώδη δύναμη, ικανή να ανακαλύπτει εξόδους στα ανθρώπινα επιχειρήματα.

Μετά από αυτά δεν χρειάζεται να τονίσω την ιδιαιτερότητα και τη σημασία της παράστασης. Θαυμάσιοι οι ηθοποιοί της, χαρακτηρολογούν στα αφηγηματικά μέρη και προσωποποιούν τις περιγραφές της. Η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Λίλλυ Μελεμέ, η Λουκία Μιχαλοπούλου, ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Χάρης Χαραλάμπους τοποθετούν τον εαυτό τους όχι πέραν του έργου, αλλά ενώπιόν του, διατηρώντας το δικαίωμα της αυτοτελούς προσωπικότητας.

Στο μέσον της σκηνής η Μπέττυ Αρβανίτη –ίσως στην πιο δυνατή στιγμή της πρόσφατης καριέρας της– κουβαλά τα ράκη της μαρτυρικής Φραγκογιαννούς (το κοστούμι της Ελένης Μανωλοπούλου με τις πολλές τσέπες παραπέμπει εννοιολογικά σε ράσο, αλλά και σε αμπέχονο στρατευμένης). Το σημαντικό: η παρουσία της δίνει στο πρόσωπο του Παπαδιαμάντη την υφή ενός πλάσματος που ξεστράτισε στο δικό μας κόσμο και του οποίου η ηθική κρίση ανήκει στη δικαιοδοσία μιας μελλοντικής ανθρωπότητας. Κρατούμε αυτή την παρουσία σαν σπάνιο κτέρισμα.

Γρηγόρης Ιωαννίδης

«Η διαλεκτική της Φόνισσας»,

Ελευθεροτυπία,10 Δεκεμβρίου 2011

Σε μια ζώνη δαπέδου ελάχιστη, γύρω από ένα σκάμμα με γκρίζα άμμο, πάνω σε πάγκους, σκαλοπάτια, πίσω από κολώνες, πάνω σε κάγκελα πέντε αεικίνητοι ηθοποιοί με …πολιτικά, στρατευμένοι ωστόσο μέχρι το μεδούλι στην τέχνη τους, ζωντανεύουν εκτός από τον εαυτό τους, όλα τα περιφερειακά αλλά σημαντικά πρόσωπα της διήγησης μαζί και τον αφηγητή-ποιητή, μαζί και τις μετακινήσεις της πρωταγωνίστριας.

Μέσα στο σκάμμα με την γκρίζα, απροσδιόριστης υφής άμμο που το μετατρέπει σε βάλτο ή σε τεφρόλουτρο, η Μπέττυ Αρβανίτη ως Φραγκογιαννού, γίνεται ένα μ’ αυτήν την ύλη-χώμα-τέφρα και «μισοπλαγιασμένη» (όπως τη θέλει η πρώτη-πρώτη λέξη του διηγήματος) δίνει ένα ματς-ρεσιτάλ με τη θαυμαστά καλπάζουσα «ακινησία», που είναι και η κεντρική ιδέα της δυνατής παράστασης.

Το κύλισμα μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο-σκάμμα του αβίωτου βίου της όπου τρεις και τέσσερις φορές θα «ψηλώσει» ο νους της ως φόνισσα μικρών κορασίδων, σταματάει μόνο στο τέλος. Όταν ακροπατώντας σε μια σανίδα οικοδομής, χάνεται στα κύματα, δέκα βήματα από τον Άι-Σώστη… «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».

Μια επίμονη ηθοποιός, έπειτα από έτη στοχευμένης δουλειάς, μαθητείας και άσκησης πάνω στην ποιότητα, τη συνέπεια, τη συνέχεια, ζωντανεύει τραγικά και χιουμοριστικά, τελετουργικά και μοντέρνα, ζοφερά και περιπαιχτικά, επικά και αφρισμένα τη μεγάλη στιγμή ενός ιδιοφυούς, συχνά συκοφαντημένου πεζογράφου διεθνούς εμβέλειας, εκατό χρόνια από τον θάνατό του. […]

Οι διακεκριμένες ηθοποιοί Λίλλυ Μελεμέ, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, δίνουν μαθήματα ακριβέστατης, ευαίσθητης, συναρπαστικής, αφηγηματικής σκυταλοδρομίας. Λαμπρά παραδείγματα σκηνικής προσωπικότητας μέσα στη συλλογικότητα, μια από τις σκηνοθετικές αρχές του Λιβαθινού. Κοντά τους ο Παναγιώτης Παναγόπουλος (που χειρίζεται και τα ηλεκτρονικά ακούσματα από τη μεικτή με ήχους, ψαλμούς και μοιρολόγια μουσική του Τηλέμαχου Μούσα) και ο Χάρης Χαραλάμπους τις συναγωνίζονται στις ακαριαίες εναλλαγές ρόλων, λειτουργιών και ύφους.

Άννυ Κολτσιδοπούλου,

«Τιμή στον Παπαδιαμάντη»,

Η Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 2011

Η αφαιρετική εικαστικότητα του σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου επιτρέπει μόνο σε ελάχιστα αντικείμενα να εμφανιστούν: λίγα κεριά, δυο-τρία χαρτόκουτα και παιδικά σκαμνάκια, ένα χάρτινο καραβάκι. Δεν χρειάζεται περισσότερα η ασκητική αυτή παράσταση. Έχει, εξάλλου, πέντε νέους ηθοποιούς να υπηρετούν με οίστρο την εξιστόρηση και ταυτόχρονα τους ρόλους των παιδιών της Φραγκογιαννούς, των γαμπρών της, των υποψήφιων θυμάτων της και των άλλων προσώπων που εμφανίζονται στο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Και υπάρχει, βέβαια, η Μπέττυ Αρβανίτη. Έχω την αίσθηση πως με αυτό τον ρόλο, […] σφραγίζει ανεξίτηλα την καριέρα της. Ερμηνεύει ακόμη και με τα ακροδάκτυλα τη σπαρακτική εξομολόγησή της και συνάμα αποστασιοποιείται σχολιάζοντάς τη με μια μετα-δραματική υποκριτική χειρονομία μοντέρνας ευαισθησίας και αρχέγονης ισχύος.

Αυτήν, άλλωστε, τη διττή διάσταση του λόγου, που γίνεται δράση, χωρίς όμως να αποκτά τα ψιμύθια της ρεαλιστικής απεικόνισης, προασπίζεται και η εμβριθής «εξομολογητική» διασκευή του διηγήματος σε τρίτο πρόσωπο από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη.

Ιλειάνα Δημάδη,

«Φόνισσα»,

Αθηνόραμα, 15 Δεκεμβρίου 2011

Τόσο η θεατρική διασκευή όσο και η σκηνοθεσία στοχεύουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά, στον σκοτεινό πυρήνα του έργου που βλέπουν, σωστά, ως μια αρχαϊκή και σύγχρονη μαζί, κοινωνική και υπαρξιακή τραγωδία. Για να την αποδώσουν ως τέτοια, σε αλλεπάλληλα ζεύγη «συναμφότερων» με όλα τα χώματα-χρώματα και με όλες τις κρημνώδεις μεταπτώσεις του φυσικού και ψυχικού τοπίου της: από την αθωότητα ως την ενοχή, από τη ζωή ως τον θάνατο, από το έγκλημα ως την τιμωρία και από την ενοχή ως τη λύτρωση: με τον έλεο και με τον φόβο.

Μέγα προσόν της παράστασης είναι ότι δεν επιχειρεί να παραστήσει αυτό που δεν παριστάνεται. Περιορίζεται μόνο να το δείξει: με έναν άτυπο «χορό» τραγωδίας τοποθετημένο στρατηγικά πλάγια, λοξά σε μια ατμόσφαιρα γήινη-ονειρική, να ψάλλει σε «μινόρε». Φορώντας τα απλά καθημερινά του ενδύματα-αισθήματα, αντιστικτικά σε μια γλώσσα παπαδιαμαντική και «ιερατική», απαντώντας με «όνειρο ημερόφαντο» στη νύκτια λογική των «τεράτων»: «σαν να είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου!». Που είναι ένας κοντινός, διπλανός, δικός μας κόσμος είναι εν τέλει, με όλους τους σπαραγμούς του, ο κόσμος μας.

Λέανδρος Πολενάκης,

«Παπαδιαμαντικά»,

Η Αυγή, 11 Δεκεμβρίου 2011

H κυρία από τη θάλασσα, του Χένρικ Ιψεν, σκηνοθεσία Μίνως Βολανάκης

H κυρία από τη θάλασσα, του Χένρικ Ιψεν
H κυρία από τη θάλασσα, του Χένρικ Ιψεν

Τρίτη 7/4 από τις 11.00πμ έως τις 11.00πμ της επομένης 

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ ΤΙΤΛΟΣ: FRUEN FRA HAVET

Μετάφραση ΜΙΝΩΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ

Σκηνοθεσία ΜΙΝΩΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ

Σκηνικά-Κοστούμια ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΤΣΑΣ

Φωτισμοί ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

ΔΙΑΝΟΜΗ

Μπάλεστεντ ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

Μπολέττα ΧΡΥΣΑ ΣΠΗΛΙΩΤΗ

Λύγκστραντ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΝΗΣ

Χίλντα ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΟΥ/ ΒΑΣΩ ΓΟΥΛΙΕΛΜΑΚΗ

Γιατρός Βάγκελ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΓΛΗΣ

Άρνχολμ ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΕΠΠΑΣ

Ελλίντα ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

Ο Ξένος ΚΙΜΩΝ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Περίοδοι 1994-1995 & 1995-1996

Α΄ παράσταση: 4 Νοεμβρίου 1994

Παραστάσεις: 214 / Θεατές: 25912

Henrik Ibsen: The Lady from the Sea

Translated & directed by Minos Volanakis. Set & Costumes: Giorgos Patsas. Lighting: Alekos Anastasiou. Cast: Dionisis Manousakis, Chryssa Spilioti, Dimitris Sinis, Christina Papamichou, Vaso Goulielmaki, Yiannis Voglis, Sophocles Peppas, Betty Arvaniti, Kimon Rigopoulos.

Τόσο η μετάφραση του Βολανάκη όσο και η σκηνοθεσία του, σαν κλίμα, ρυθμός, ατμόσφαιρα, ύφος, πραγματοποιούν αυτό το ίσως απλό να το πεις κι όμως τόσο δύσκολο να το εφαρμόσεις, τη δημιουργική σύνθεση – εξισορρόπηση ανάμεσα στις δυο εκφραστικές ανάγκες του ιψενικού κειμένου, στην ουσία ενός ποιήματος (μπαλάντας) που γίνεται θέατρο, μέσα από μια διαδικασία σχεδόν «φυσική». […] Οι ρόλοι δόθηκαν αδρά, χτίστηκαν με στέρεα, γήινα υλικά και με προδιαγραφές διάρκειας, «να πατούν στο χώμα και να διαγράφονται στο νερό». Η Μπέττυ Αρβανίτη με πειθαρχία σώματος και φωνής, κατορθώνει να συγκεντρώνεται ολόκληρη και να συγκεντρώνει κάθε φορά τον ρόλο συνολικά στις πιο μικρές κινήσεις, στις πιο ανεπαίσθητες παύσεις. Είναι νομίζω η καλύτερή της μέχρι σήμερα δουλειά, στην οποία πίστεψε περισσότερο και που τη φέρνει στα πρόθυρα απογείωσης.

Λέανδρος Πολενάκης, «Η γυναίκα που ήρθε απ’ τη θάλασσα», Κυριακάτικη Αυγή, 27 Νοεμβρίου 1994

Ο Μίνως Βολανάκης άλλαξε πολλά σ’ αυτή την παράσταση του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. […] Άλλαξε ουσιαστικά τον τίτλο του έργου. Η Κυρά της θάλασσας έγινε Η κυρία από τη θάλασσα. Η αλλαγή είναι σημαντική και κατά τη γνώμη μου πιο σωστή. […] Η σημαντικότερη αλλαγή όμως που έκανε ο Βολανάκης είναι στο ίδιο το έργο. Με τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία του παρουσίασε ένα νέο, ζωντανό και τρομερά ενδιαφέρον έργο. Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι παρουσιαζόταν σε παλαιότερες παραστάσεις στην Ελλάδα. Και αυτό δεν είναι λίγο. Κρύβει πίσω του πολλή και λεπτομερειακή δουλειά. Και με το κείμενο και με τους ηθοποιούς του. Το κείμενο δεν είχε κανένα σημείο που να «ακούς τη μετάφραση». Άκουγες ελληνικά, καθαρά, χωρίς εκζητήσεις και χωρίς μεταφραστικές εξυπνάδες. Δεν είχε «ρητορείες» και «ρομαντισμούς», που αδίκως είχαν χρεωθεί στον Ίψεν. Αυτό το κείμενο μπορούσε πια να μιληθεί φυσικά από τους ηθοποιούς, που ελεύθεροι από λεκτικά στραμπουλήγματα, είχαν την άνεση να το δουλέψουν άνετα και να δοκιμάσουν τις υποκριτικές αναζητήσεις τους. Και αυτό έκαναν. Όλοι. Σε ρόλους δύσκολους, απαιτητικούς, παγιδευτικούς, που μπορούν εύκολα να παρασύρουν τους ηθοποιούς σε ευκολίες και σε κλισέ. Κανένας δεν έπεσε στην παγίδα. […] Μέσα στο εξαίρετο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα και τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου ο Ίψεν ζει ευτυχισμένες μέρες στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

Μηνάς Χρηστίδης, «Ένας νέος, “καινούριος” Ίψεν», Ελευθεροτυπία, 4 Μαρτίου 1995

Είμαστε ευτυχείς που αυτό το παρεξηγημένο έργο έπεσε στα χέρια ενός γρηγορούντος Μίνου Βολανάκη. Μεταφράζοντάς το, το διαπότισε με μια υπέροχη υγρασία, μια οργιώδη βλάστηση χρωμάτων, ήχων και διαθέσεων. […] Ο Βολανάκης έστησε μια έξοχη παράσταση, μια υποδειγματική ιψενική ανάγνωση που αποκαθιστά το έργο ως ιλαρή μεταφυσική «φάρσα». Ο Βολανάκης δίδαξε τους ρόλους στην κόψη του ξυραφιού, έπαιξε με τα διάκενα των λέξεων και έσπρωξε τις καταστάσεις έως τα άκρα χωρίς να βλάψει την ισορροπία της φόρμας. Οι χαρακτήρες έχουν βάρος και ταυτόχρονα υπερίπτανται, σαν τους γλάρους πάνω από τη θάλασσα με τα βαριά τους φτερά. Η Μπέττυ Αρβανίτη δημιουργεί τον καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, ρόλο της. Εύθραυστη, πείσμων, αλλοπαρμένη, ερωτική και εσωστρεφής, έως την τελική σκηνή, που με τρόπο έξοχο «λύνεται». Ο Βόγλης έδειξε τη στέρεη στόφα του, τον εκπληκτικό τρόπο που αναπτύσσει ολίγο κατ’ ολίγο τον χαρακτήρα. Ένα αριστούργημα υποκριτικής αυτοσυγκράτησης. Ο Σ. Πέππας σχεδίασε έναν θαυμάσιο «κλόουν» μεταξύ σοβαρού και γελοίου. Η Χρ. Σπηλιώτη είχε μια ευφορία υποκριτική που την εφοδίασε με μια δροσιά και μια ενεργητικότητα λαμπερή. Η Χρ. Παπαμίχου έχει προσόντα και τα ανέδειξε με άνεση. Βιασμένος ηλικιακά λίγο ο Μπάλεστεντ του Δ. Μανουσάκη αλλά καλά σχεδιασμένος ως τραγικός τζουτζές. Ο δύσκολος ρόλος του Λύγκστραντ που κινδυνεύει να πέσει εύκολα στο μελόδραμα ή στο γελοίο κρατήθηκε σε ανεκτά όρια από τον νεαρό Δημ. Σίνη. Θαρρώ πως ο Βολανάκης έλυσε τα προβλήματα ύφους της παράστασης μέσω αυτού του ρόλου-κλειδιού. Ο αινιγματικός Ξένος του Κ. Ρηγόπουλου είχε μια σαγηνευτική απειλή ως φιγούρα που ο λόγος του ηθοποιού την υποσίτιζε, αλλά το όλον είχε ποιητικό κύρος. Ο Πάτσας κατασκεύασε έναν χώρο ποιητικά εξαίσιο και λειτουργικά πειστικό. Ξεπέρασε τον εαυτό του.

Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Η έξοδος από τον κύκλο», Τα Νέα, 9 Ιανουαρίου 1995

Ευτύχημα μεταφραστικό, σκηνοθετικό και ερμηνευτικό είναι η παράσταση του έργου από τον θίασο «Πράξη» στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας». Ο Μίνως Βολανάκης με τη θέρμη και τη θεατρική «γλυκύτητα» της μετάφρασής του, με τη ρεαλιστική και ταυτόχρονα ποιητικά ατμοσφαιρική σκηνοθετική «ανάγνωσή» του, με τη λεπτομερειακή δουλειά του στην υποκριτική των ηθοποιών, απέδωσε όλη τη μυθοπλαστική, ψυχογραφική και κοινωνιολογική ακτινοβολία τού –αδικημένου ερμηνευτικά κατά το παρελθόν– ιψενικού αυτού έργου. Πολύτιμος συμπαραστάτης του στην υψηλή αισθητική της παράστασης υπήρξε ο Γιώργος Πάτσας, με το ευφυές (από λειτουργική άποψη) και υποβλητικό (από εικαστική) σκηνικό και τα καλαίσθητα κοστούμια του. Η Μπέττυ Αρβανίτη, σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της, πλάθει με ακρίβεια και ψυχοσωματική ευαισθησία ένα «στοιχειωμένο» από τον έρωτα της ελευθερίας πλάσμα, που ευδαιμονεί στο τέλος με την κατάκτησή της. Ο Γιάννης Βόγλης, έξοχα λιτός και ανθρώπινος, είναι η ερμηνεία (η καλύτερη της παράστασης) που προβάλλει καθάρια τον ρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου.

Θυμέλη, «Η κυρία από τη θάλασσα στο “Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας”», Ριζοσπάστης, 17 Ιανουαρίου 1995

Όταν θέλει ο Βολανάκης δεν πιάνεται! […] Εδώ όμως δεν είναι η κατάλληλη θέση για ν’ αναλύσουμε το φαινόμενο Βολανάκης. Αυτό θα το αναλάβει η ιστορία του θεάτρου μας, που του χρωστάει μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες της, με τη συνδρομή ηθοποιών που, κι αυτοί, του χρωστάνε μερικές από τις λαμπρότερες ερμηνείες τους. Και μέσα σ’ αυτούς μία από τις καλύτερες θέσεις ασφαλώς κατέχουν η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Γιάννης Βόγλης. Είναι ολοφάνερο πως συνεργάζεται καλά μαζί τους. Γιατί όλη η Αθήνα σήμερα συζητάει την ερμηνεία του Γιάννη Βόγλη, ενός δυνατού και συγκρατημένου ηθοποιού, ο οποίος εδώ, στον αχάριστο ίσως ρόλο του συζύγου με την υπερβολικά μεγάλη κατανόηση (ή έστω με την υπερβολικά μεγάλη αγάπη), επιβάλλει και την παρουσία και την προσωπικότητά του, σε σημείο να φτάνει σε μιαν αλήθεια που πιθανόν ούτε ο συγγραφέας να είχε αντιμετωπίσει τόσο ρεαλιστικά. Η Μπέττυ Αρβανίτη έχει μια φυσική ευκολία να ερμηνεύει τις «νεραϊδοπαρμένες» ηρωίδες, γιατί και η σιλουέτα και το είδος της ομορφιάς της και ο μουσικός δισταγμός την κινήσεών της, αλλά κυρίως μια κάποια «αφηρημάδα» στο βλέμμα, την οποία ξέρουν να εκμεταλλεύονται λαμπρά τόσο ο Βολανάκης όσο και η ίδια, εδώ θαρρείς και έγιναν ειδικά γι’ αυτό τον ρόλο.

Ροζίτα Σώκου, «Όταν θέλει ο Βολανάκης δεν πιάνεται!», Απογευματινή, 14 Φεβρουαρίου 1995

Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας, του Φρήντριχ Ντύρενματ,  σκηνοθεσία Στάθης Λιβαθινός

Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας, του Φρήντριχ Ντύρενματ,
Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας, του Φρήντριχ Ντύρενματ,

Τετάρτη 8/4 από τις 11.00πμ έως τις 11.00πμ της επομένης 

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ ΤΙΤΛΟΣ:

DER BESUCH DER ALTEN DAME

Μετάφραση

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΠΑΣΤΑΣ

Σκηνοθεσία

ΣΤΑΘΗΣ ΛΙΒΑΘΙΝΟΣ

Σκηνικά-Κοστούμια

ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ

Φωτισμοί

ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Μουσική

ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΜΠΑΖΗΣ

Επιμέλεια κίνησης

ΜΑΡΙΑ ΓΟΡΓΙΑ

Μακιγιάζ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΜΟΥΚΗΣ

Βοηθοί σκηνοθέτη

ΕΛΕΝΗ ΚΑΛΑΡΑ, ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥ

Βοηθοί σκηνογράφου

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΙΟΥ, ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΜΕΡΟΥ

ΔΙΑΝΟΜΗ

Πρώτος πολίτης / Δήμαρχος

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

Δεύτερος πολίτης / Αστυνόμος

ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

Τρίτος πολίτης / Δάσκαλος

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΜΠΟΥΛΑΣ

Τέταρτος πολίτης / Πάστορας

ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ

Άλφρεντ Ιλ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΕΡΤΗΣ

Κλαιρ Τσαχανασιάν

ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

Μπόμπυ

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

Σύζυγος 7 / Σύζυγος 8 / Σύζυγος 9 / Δημοσιογράφος

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ

Μηχανοδηγός / Δικαστικός κλητήρας / Καρλ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυρία Ιλ / Παρουσιάστρια

ΤΖΙΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Οτίλιε

ΕΛΕΝΗ ΟΥΖΟΥΝΙΔΟΥ

Κόμπυ

ΑΚΗΣ ΛΥΡΗΣ

Λόμπυ

ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΝΕΛΑΣ

Περίοδος 2008-2009

Α΄ παράσταση: 18 Νοεμβρίου 2008

Παραστάσεις: 115 / Θεατές: 16675

Friedrich Duerrenmatt: The Visit.

Translated by Giorgos Depastas, directed by Stathis Livathinos. Set & Costumes: Eleni Manolopoulou. Lighting: Alekos Anastasiou. Music: Thodoris Ampazis. Movement: Maria Gorgia. Cast: Nikos Alexiou, Babis Sarigiannidis, Vassilis Karampoulas, Thanassis Dimou, Giannis Fertis, Betty Arvaniti, Kostas Galanakis, Dimitris Mylonas, Panagiotis Panagopoulos, Jinny Papadopoulou, Eleni Ouzounidou, Akis Lyris, Ilias Kounelas.

Η εκκεντρική θεατρικότητα της Επίσκεψης της γηραιάς κυρίας (1956) παραμένει ανέπαφη και η τραγελαφική εικόνα του κόσμου που παρουσιάζει συνιστά ένα τέλειο είδωλο για να καθρεφτιστεί επάνω του η σαθρή ηθική του καπιταλισμού. Ίσως όμως να μην είναι τυχαίο που το πολυπρόσωπο έργο, λόγω της απλής και διδακτικής υπόθεσής του, έχει ανέβει κατά κόρον από ερασιτεχνικές ομάδες και πολύ σπανιότερα από επαγγελματικούς θιάσους.

Η τραγική κωμωδία του Ντύρενματ, ως μια κλασικοποιημένη πρωτοπορία του παρελθόντος, αποζητά διακαώς μια συνάμα κλασική και πρωτοπόρα σκηνοθεσία για να υπάρξει σκηνικά στο σήμερα. Ο Στάθης Λιβαθινός ταλαντεύτηκε σε αυτό το δίπολο: νατουραλισμός στην υποκριτική, εξπρεσιονισμός στο ύφος, ένταξη των σκηνικών οδηγιών ως μέρους των διαλόγων, τονισμός των παράλογων και επικών στοιχείων, αφαιρετικότητα στο σκηνικό και γκροτέσκες περιβολές.

Ιλειάνα Δημάδη,

«Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας»,

Αθηνόραμα, 11 Δεκεμβρίου 2008

Ο Λιβαθινός με την παράσταση αυτή, εκτός των άλλων, απέδειξε πως δεν είναι ο τάχα ειδικευμένος στον ποιητικό ρεαλισμό και τον νατουραλισμό της ρωσικής σχολής. Γνωρίζει άριστα και τον εξπρεσιονισμό και την μπρεχτική ειρωνεία.

Ο τρόπος που ένα έργο γραμμένο για μεγάλη και πολυάριθμη σκηνή χώρεσε και μάλιστα περίσσεψε σε ένα κυκλικό θέατρο, όπου το κοινό από όλα τα τέσσερα σημεία του σκηνικού ορίζοντα ταυτίστηκε με το «έξοχο» Γκύλεν του μύθου, έδειξε πως το αυθεντικό θέατρο μιλάει ακόμη επάνω στο απλό πατάρι των μεσαιωνικών μίμων. Το έργο παίχτηκε σαν μια μεσαιωνική φάρσα, σαν τραγικοκωμωδία από λαϊκούς μίμους στις μεγάλες ανοιχτές αγορές του Μεσαίωνα· σήμερα στον σύγχρονο και πλέον αδιέξοδο μεσαίωνα του αρχόμενου 21ου αιώνα. […]

Μια ομάδα ηθοποιών χωρίς ρωγμές στο ύφος, χωρίς κενά, χωρίς παρεκκλίσεις από το σκεπτικό: αδρές γραμμές, ελεγχόμενο γκροτέσκο, ειρωνική υποδομή και τραγικό βάθος. Ο Νίκος Αλεξίου στην καλύτερη έως τώρα ερμηνεία του, ο Σαρηγιαννίδης έξοχη καρικατούρα καρτούν, ο Καραμπούλας (δάσκαλος) η δραματικότερη εκδοχή της ενοχικής ιδεολογίας, ο Θανάσης Δήμου (πάστορας) ρητορικός του θεομπαιχτισμού.

Ο Κώστας Γαλανάκης (Μπόμπυ) λαλίστατος στη σιωπή του. Ο Δ. Μυλωνάς, ο Π. Παναγόπουλος, η Ουζουνίδου άψογοι στους πολλούς ρόλους τους. Η Τζίνη Παπαδοπούλου (κυρία Ιλ) αξέχαστη φιγούρα στην αλλοτριωμένη υποταγή. Το ζευγάρι των μίμων-τυφλών (Λόμπυ-Κόμπυ) Άκης Λυρής και Ηλίας Κουνέλας συνταρακτικό.

Η Μπέττυ Αρβανίτη έπλασε μία Κλαίρη Τσαχανασιάν γεμάτη απελπισμένη και προδομένη αγάπη και ανελέητη, σχεδόν ηδονική εκδίκηση. Μια ανάστροφη Μήδεια που εκδικείται μετατρέποντας την ηδονή της ερωτικής παράδοσης σε ηδονή της προδομένης μήτρας. Ο Γιάννης Φέρτης στον πληρέστερο, λιτότερο και βαθύτερο ρόλο της καριέρας του. Αξέχαστες υποκριτικές στιγμές, τα γεμάτα υπαρξιακό τρόμο μάτια του, πανικόβλητα και συνάμα ικετευτικά για ένα λυτρωτικό τέλος.

Κώστας Γεωργουσόπουλος,

«Η Ιστορία ως τραγική φάρσα»,

Τα Νέα, 19 Ιανουαρίου 2009

Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού αναδεικνύει, τα μέγιστα, τη διαχρονική και επίκαιρη αξία του έργου, αλλά και τις μπρεχτικές επιρροές του. Κράμα ρεαλισμού, αλλά και συμβολικού εξπρεσιονισμού, αποστασιοποίησης και σαρκαστικού σχολιασμού, η σκηνοθεσία υπογραμμίζει το «γκέστους», τη θέση – στάση (κοινωνική, ταξική, ηθική, συνειδησιακή, ψυχοδιανοητική, συναισθηματική) του κάθε προσώπου.

Την ενδιαφέρουσα, πολύ δραστική σκηνοθετική «ανάγνωση» στηρίζουν το λιτά συμβολικό σκηνικό και τα επίσης συμβολικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, οι «ζοφώδεις» φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η αρμόζουσα στο «γκέστους» κάθε προσώπου κινησιολογία της Μαρίας Γοργία και η «σκοτεινή» μουσική του Θόδωρου Αμπαζή. Η κυρίαρχη ερμηνεία της παράστασης ανήκει στην Μπέττυ Αρβανίτη (γηραιά κυρία), που πλάθει ένα κυνικά απάνθρωπο και εκδικητικό, ανθρωπόμορφο «τοτέμ» της μεγαλοαστικής τάξης.

Θυμέλη,

«Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας από την “Πράξη”»,

Ριζοσπάστης, 24 Δεκεμβρίου 2008

Η Μπέττυ Αρβανίτη (Κλαιρ Τσαχανασιάν), με έξοχα μέσα, ως αντι-Παξινού, βυθίζεται στο σκοτεινό, το εσώτερο, το απρόσιτο, για να αναδυθεί στο φως ξανά, σύμβολο διπλό, μιας πληγωμένης γυναίκας και μιας απρόσωπης τυφλής μοίρας. Ένα κατόρθωμα υποκριτικής σύνθεσης. Ο Γιάννης Φέρτης (Ιλ) είναι μεστός, μια πλήρης εικόνα «χαρμολύπης» και αποδοχής της μοίρας στον καλύτερο ίσως ρόλο του των τελευταίων ετών.

Λέανδρος Πολενάκης,

«Μια “γηραιά κυρία” επιστρέφει ακμαία»,

Κυριακάτικη Αυγή, 21 Δεκεμβρίου 2008

Η παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός προσπάθησε να μην προδώσει το κείμενο στο ελάχιστο, αλλά και να διατηρήσει τις ευαίσθητες ισορροπίες του. Πυκνότητα σκηνών, ομαδικότητα προσώπων, ποιητικές προεκτάσεις, σαρκασμός, ρεαλισμός και συμβολισμός, λογικό και παράλογο, τραγική φάρσα και ειρωνεία. Οι προθέσεις του δεν έφταναν πάντοτε στον επιθυμητό στόχο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το θέαμα «έμπαζε» νερά ή «μπάταρε» προς μία κατεύθυνση.

Βέβαια, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο εάν δεν υπήρχε μία εξαιρετική Μπέττυ Αρβανίτη στον ρόλο της Κλαιρ Τσαχανασιάν. Υπέροχη. Καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της με τα μπριγιάν στις ρόδες, με φαλακρό κεφάλι και κατακόκκινη περούκα, με μαύρο βινίλ φόρεμα και φλούο βλεφαρίδες, με ψεύτικα μέλη κι εντυπωσιακά καπέλα, να τρώει πατατάκια και να ακολουθείται από έναν «θίασο» ανθρωπάριων.

Αντιγόνη Καράλη,

«Η… εκδίκηση της γηραιάς κυρίας»,

Έθνος, 15 Δεκεμβρίου 2008

O Γυάλινος κόσμος, του Τενεσί Ουίλιαμς, σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς

O Γυάλινος κόσμος, του Τενεσί Ουίλιαμς
O Γυάλινος κόσμος, του Τενεσί Ουίλιαμς

Πέμπτη 9/4 από τις 11.00πμ έως τις 11.00πμ της επομένης

Μετάφραση

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΛΕΟΣ

Σκηνοθεσία

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ

Σκηνικά

ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ

Κοστούμια

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΜΗ

Μουσική δραματουργία και πρωτότυπες συνθέσεις

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΣΕΛΑΜΣΗΣ

Φωτισμοί

ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Βοηθός σκηνοθέτη

ΓΚΕΛΥ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ

Βοηθός σκηνογράφος

ΒΙΚΥ ΠΑΝΤΖΙΟΥ

Βοηθός φωτιστή

ΝΑΥΣΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΟΥ

Βοηθός ενδυματολόγου

ΚΕΛΛΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΔΙΑΝΟΜΗ

ΑΜΑΝΤΑ

ΜΠΕΤΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ

ΤΖΙΜ

ΕΚΤΟΡΑΣ ΛΙΑΤΣΟΣ

ΛΟΡΑ

ΕΛΙΝΑ ΡΙΖΟΥ

ΤΟΜ

ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ

Περίοδος 2018-2019

Παραστάσεις: 109

Θεατές: 13.208

Η Μπέττυ Αρβανίτη στην πρώτη της συνάντηση επί σκηνής με έναν από τους πλέον ταλαντούχους σκηνοθέτες της νέας γενιάς, το Δημήτρη Καραντζά, παρουσιάζει το Γυάλινο κόσμο, του Τεννεσί Ουίλιαμς.

Το έργο γράφτηκε το 1944 και παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στο θέατρο Civic στο Σικάγο. Αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία του Ουίλιαμς.

Ο αμερικανός συγγραφέας σε πολλά από τα έργα του ενσωματώνει στοιχεία της δικής του προσωπικής ζωής κι εκείνης των παιδικών του χρόνων με την οικογένειά του.

Ο Γυάλινος κόσμος θεωρείται το πιο αυτοβιογραφικό του.

«Η παράσταση επιχειρεί να φωτίσει εκτενώς αυτή ακριβώς τη διαδικασία ,της ανάσυρσης που σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του . Ο παρών χρόνος ,ένας συγκεκριμένος χρόνος του παρελθόντος που επιστρέφουν τα πρόσωπα του έργου για να ξανά αντιμετωπίσουν το τραύμα τους , και ένα ακόμα βαθύτερο- ευτυχέστερο – παρελθόν στο οποίο ανατρέχουν ως καταφύγιο . Μ αυτή τη δομή και με πολύ καινοτόμες  – ακόμα – σκηνικές επιλογές ο Ουιλιαμς δημιουργεί ένα εντελέστατο δράμα για την ύπαρξη και την ίδια τη λειτουργία του θεάτρου . Ένας κατασκευασμένος ρεαλισμός ,μουσικής δομής που επιχειρεί να συνομιλήσει με τις απαρχές της θεατρικής πράξης» σημειώνει ο Δημήτρης Καραντζάς . 

Πριν την αποχώρηση, του Τόμας Μπέρνχαρντ, σκηνοθεσία Νίκος Μαστοράκης

(οι παραστάσεις διεκόπησαν λόγω της πανδημίας)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.