Η Καβάλα είναι η πόλη που μεγάλωσα και γεννήθηκα. Τις περισσότερες αναμνήσεις τις έχω από κει. Οικογένεια, παιδικές φιλίες, σχολικές και φοιτητικές αναμνήσεις. Μία πόλη όμως που εκτός από χαρές με γέμισε και στενοχώριες καθώς είχα ορκιστεί ότι δεν θα ξαναπήγαινα μετά την απώλεια της μητέρας μου. Όμως επειδή δεν πρέπει να λέμε τη λέξη ποτέ στη ζωή μας, είναι η τρίτη φορά που την επισκέπτομαι μετά το θάνατό της.
Η πρώτη ήταν όταν γεννήθηκε ο βαφτισιμιός μου, η δεύτερη όταν τον βάφτισα και η τρίτη τώρα το Πάσχα. Από μόνο του σα γιορτή έχει μία στενοχώρια. Ακόμη και σαν παιδί το Πάσχα δεν μου άρεσε. Ειδικά οι μέρες της Μεγάλης Πέμπτης και της Μεγάλης Παρασκευής με γέμιζαν με αφόρητη λύπη παρότι ήμουν κοντά στην οικογένειά μου και κυρίως κοντά στη μητέρα μου.
Αυτό το Πάσχα ήταν διαφορετικό. Μεγάλη Πέμπτη ήμουν στην Αθήνα και ακόμη με τον φίλο μου δεν είχαμε κανονίσει πού θα πάμε. Είχαμε πολλές προτάσεις αλλά εγώ δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ίσως ήταν μία ευκαιρία να ξεκουραστώ… “Πάμε Καβάλα”, μου είπε ο Δημήτρης και εγώ δίστασα για αρκετή ώρα. “Έχω συνεννοηθεί κρυφά από σένα με τον κουμπάρο σου”, προσθέτει. Τα έχασα προς στιγμή αλλά ίσως ήταν μία καλή ευκαιρία να έρθω αντιμέτωπη με αυτό που φοβόμουν. Με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Παρασκευή 7 το πρωί ξεκινήσαμε για την γενέτειρά μου. Η Αθήνα έτσι κι αλλιώς είχε αδειάσει από την Μεγάλη Τετάρτη. Στη μία το μεσημέρι ήμασταν εκεί. Αγκαλιές και φιλιά με τη νονά μου η οποία συγκινήθηκε πολύ όταν με είδε. Το ίδιο και ο ξάδελφός μου.
Δεν ξέρω αν το έχετε πάθει κι εσείς, αλλά πάτησα delete στον εγκέφαλό μου και η Καβάλα για μένα ήταν μία ακόμη πόλη που επισκέφθηκα για οδοιπορικό. Έβαλα τον εαυτό μου σε μία διαδικασία τέτοια έτσι ώστε να μην φορτιστώ συναισθηματικά και θυμηθώ τις γιορτές και τις μέρες που περνούσα εκεί όταν ζούσε η μητέρα μου. Όλα διαφορετικά αλλά τόσο ίδια. Το μεσημέρι αφού φάγαμε στο σπίτι της νονάς μου, κατεβήκαμε στις Καμάρες να δούμε τους κουμπάρους μου και φυσικά τον βαφτισιμιό μου. Ήπιαμε τα ουζάκια μας φάγαμε τα πεντανόστιμα θαλασσινά μας και μετά κάναμε μία βόλτα με το αυτοκίνητο στην πόλη!
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής όλα κύλησαν ήρεμα. Στο σπίτι κουρασμένοι μιλούσαμε με τις ώρες και στην συνέχεια κοιμηθήκαμε. Το Μεγάλο Σάββατο κάναμε μία βόλτα στην αγορά και στο κέντρο της πόλης όπου ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο. Πήγαμε στην συνέχεια στο Villa Romantica, το ξενοδοχείο της οικογένειας της κουμπάρας μου όπου εκεί βουτήξαμε στην παραλία!
Σε λίγες ημέρες θα ανοίξει για το κοινό και εκεί λοιπόν έχω περάσει υπέροχα καλοκαίρια με τους γονείς της κάνοντας βουτιές και τρώγοντας από τα χεράκια της μαμάς Ανθούλας. Το βράδυ πήγαμε για Ανάσταση στην εκκλησία του Άι Γιάννη, με τον κουμπάρο μου και μετά ανεβήκαμε στο σπίτι για να φάμε την παραδοσιακή μαγειρίτσα που έφτιαξε η νονά και να τσουγκρίσουμε κόκκινα αυγά.
Η Κυριακή του Πάσχα ήταν αφιερωμένη στην κουμπάρα μου η οποία είχε τα γενέθλιά της στο Villa Romantica.
Ξεκινήσαμε με τον φίλο μου, την νονά μου και πήγαμε στο Παλιό από νωρίς το πρωί, ό[που απολαύσαμε το μπάνιο, τον ήλιο και το φαγητό. Τσιγεροσαρμά, κατσικάκι, σαλάτες και αλοιφές όλα αυτά στρωμένα στο πασχαλινό τραπέζι!
Αφού φαγαμε κόψαμε την τούρτα και οι στιγμές ήταν πολύ όμορφες!
Το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι κι εμείς μετά από λίγο κάναμε μία βόλτα στην παραλία. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν και τα τσιπουράδικα ξεχείλιζαν από κόσμο…Το κάστρο φωτισμένο, τα καίκια στο λιμάνι και οι φοίνικες στο πεζοδρόμιο σε έκαναν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε κάποιο νησί!
Η δεύτερη μέρα του Πάσχα ήταν επίσης υπέροχη καθώς ανεβήκαμε το πρωί με τους κουμπάρους μου στην Παναγία και στην παλιά πόλη.
Δρομάκια, σπίτια παραδοσιακά και τα τείχη του κάστρου υψώνονταν προκαλώντας ένα δέος σε όσους τα έβλεπαν για πρώτη φορά. Είναι αλήθεια ότι όσες φορές κι αν έχω πάει πάνω στην εκκλησία της Παναγίας, στο φάρο, και στην παλιά πόλη αισθάνομαι σαν να τα επισκέπτομαι για πρώτη φορά με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και η Τρίτη ήταν η μέρα επιστροφής για Αθήνα. Έφυγα γεμάτη από νέες αναμνήσεις και τους υποσχέθηκα ότι θα τους ξαναέβλεπα γρήγορα.