Το Πάσχα και κυρίως η Μεγάλη Πέμπτη και η Μεγαλη Παρασκευή μας προκαλούν μία συγκινησιακή φόρτιση, μία μελαγχολία. Πόσο μάλλον όταν έχεις χάσει δικούς σου ανθρώπους. Εγώ κάθε χρονιά όμως χαιρόμουν γιατί έφευγα από την Αθήνα και πήγαινα στην Καβάλα κοντά στην μητέρα μου. Ήταν μέρες χαρές. Μπορεί στην Εκκλησία να πενθούσαν πένθιμα οι καμπάνες και να στενοχωριόμουν αυτές τις μέρες, όμως είχα παράλληλα και μία χαρά που βρισκόμουν στην αγκαλιά της μαμάς μου.
Σαν σήμερα θυμάμαι το τελευταίο μας Πάσχα. Η ασθένεια μπορεί να ήταν προχωρημένη, ωστόσο εκείνη κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για να είναι δίπλα μας και να στέκεται στα πόδια της. Τεράστια δύναμη ψυχής. Τη Μεγάλη Παρασκευή είχαμε βγει στη βεράντα και βλέπαμε την περιφορά του Επιταφίου καθώς η Εκκλησία ήταν απέναντι. Κοιτούσαμε πάντα προς την ίδια κατεύθυνση με την ίδια ματιά. Γνωρίζαμε και οι δύο ότι θα ήταν το τελευταίο μας Πάσχα. Δε χρειαζόταν να πούμε πολλά. Μιλούσαν τα μάτια μας. Είχαμε μία άλλη είδους επικοινωνία. Ίσως επειδή μοιάζαμε πολύ σα χαρακτήρες. Μου έσφιξε το χέρι και μου είπε: “Θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Να έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου που θα κάνει τα μάτια σου να λάμπουν από χαρά”. Μόνο με αυτά τα λόγια ήξερα ότι με αφήνει.
Όπως γνωρίζετε και καταλαβαίνετε από αυτά που έχω γράψει κατά καιρούς, η μαμά μου ήταν για μένα τα πάντα. Είχα μία παθολογική σχέση μαζί της γι’ αυτό κι επέλεξα να ακολουθήσω έναν μοναχικό δρόμο στην προσωπική μου ζωή γιατί η αγάπη της με γέμιζε στο 100%. Βέβαια αυτό την στενοχωρούσε γιατί θεωρώ ότι ήθελε να έχω έναν συνοδοιπόρο στη ζωή. Ίσως την βάρυνε το γεγονός ότι έδινα όλη την αγάπη μου σε εκείνη. Δεν ξέρω, μπορεί να κάνω και εικασίες. Το σίγουρο είναι ότι η καρδιά μου έσπασε και ταυτόχρονα πάγωσε από τότε που την έχασα.
Το Πρώτο Πάσχα χωρίς εκείνη ήταν το περσινό. Ακόμη δεν είχα συνειδητοποιήσει την απώλειά της. Προτίμησα να μείνω αυτές τις μέρες σπίτι και για το μόνο που βγήκα ήταν για φαγητό το Μεγάλο Σάββατο. Ήθελα να μείνω σπίτι, να ακούω μουσική ξαπλωμένη και να περιμένω να περάσουν μαρτυρικά οι μέρες. Φέτος τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Συνειδητοποιημένη πια ότι δεν θα την ξαναδώ ποτέ, το Πάσχα αποκτά διαφορετικό νόημα. Οι αναμνήσεις με στοιχειώνουν και με γυρίζουν πίσω στο πατρικό μου. Τότε που με περίμενε με το χαμόγελο στα χείλη όταν ερχόμουν από την Αθήνα. Χτυπούσα με απεριόριστη χαρά το θυροτηλέφωνο κι εκείνη κατέβαινε τις σκάλες γρήγορα για να με βοηθήσει με τις βαλίτσες. Φυσικά δεν έμενα μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα τα τελευταία χρόνια αλλά περίπου 1 μήνα και κάτι όταν πήγαινα για τις Γιορτές. Συνήθως Κυριακή των Βαΐων επέστρεφα στην πόλη μου. Περίμενα πώς και πώς να τακτοποιήσουμε μαζί τα πράγματα στις ντουλάπες, να τους δώσω τα δώρα που τους έπαιρνα, να φιλήσω τον αδελφούλη μου και να δω την πολυαγαπημένη μου νονά. Αμέσως μετά κατεβαίναμε για καφέ στο κέντρο της πόλης. Ούτε τις κολλητές μου έπαιρνα. Είχα τη μαμά μου και ήθελα να αναπληρώσω το χρόνο που είχα χάσει μαζί της το διάστημα που ήμουν στην Αθήνα. Όταν έφτανε η Μεγάλη Πέμπτη, σηκωνόταν νωρίς το πρωί όπως άλλωστε κάθε φορά, και το σπίτι γέμιζε με κατακόκκινα αυγά. Τη Μεγάλη Παρασκευή, που συνήθως είχε ήλιο, πηγαίναμε με τη νονά μου βόλτα στην πόλη και σε 3 Επιταφίους. Στην συνέχεια πίναμε τον καφέ μας, γυρίζαμε σπίτι και η μαμά παρακολουθούσε στην τηλεόραση τον Επιτάφιο της Μητρόπολης Αθηνών. Το Μεγάλο Σάββατο είχε κάνει τις ετοιμασίες της και η μαγειρίτσα από τα χέρια της ήταν το κάτι άλλο. Φημιζόταν για τη μαγειρική της. Όλα ήταν πεντανόστιμα από τα χέρια της. Ήταν η μόνη μαγειρίτσα που έτρωγα. Από τότε δεν ξαναέφαγα και τέτοιες μέρες έχω πάντα τη γεύση της.
Το Πάσχα ερχόταν η νονά μου με τον ξάδελφό μου στο σπίτι για να φάμε. Αυτό ήταν το Πάσχα μου. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Οι αναμνήσεις με στοιχειώνουν. Με γυρίζουν πίσω στον τόπο που γεννήθηκα. Εκεί που έζησα τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου δίπλα σου μαμά.
Εύχομαι από καρδιάς Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση.