Οδοιπορικό στους Καλλαρύτες: Ο πολυταξιδεμένος Ρένος Παυλάτος γράφει για το ταξίδι που τον μάγεψε!

Τον Ρένο Παυλάτο τον γνωρίζω από την “χρυσή εποχή” του Alter. Ήταν από τους τεχνικούς-αγαπημένους μου μοντέρ με τον οποίο μετά έχουμε ακόμη και σήμερα “διαδικτυακή επικοινωνία”. Ξέρω ότι παρακολουθεί καθημερινά το travelgirl.gr και του αρέσουν τα θέματα για την Ελλάδα μας. Πριν λίγο καιρό λοιπόν του ζήτησα να μου γράψει για ένα ταξίδι που του έμεινε αξέχαστο και πράγματι μου το έστειλε.

Από το Ρένο Παυλάτο

Το ημερολόγιο έγραφε 31 Δεκεμβρίου 2010 και η ώρα κάπου 12 το μεσημέρι, καθόμουν αραχτός στο σπίτι μου στο Παλαιό Φάληρο και κρατούσα στο χέρι μου τα τότε εισιτήρια για φθηνή διαμονή του Κοινωνικού Τουρισμού. Θυμάμαι ήταν πολύ κοντά στο να λήξουν και δεν είχα προλάβει να τα χρησιμοποιήσω όλη τη χρονιά. Είπα λοιπόν τι καλύτερο από το να κλείσω αυθημερόν διακοπές να περάσω κάπου την Πρωτοχρονιά. Παρότι κοινωνικός αγαπώ την περιπέτεια και το ότι θα περνούσα κάπου μόνος την αλλαγή του χρόνου με εξίταρε πολύ.

Άνοιξα λοιπόν το βιβλίο με τα συμβαλλόμενα ξενοδοχεία και μαζί με τον φίλο μου τον Γούγλη (Google) άρχισα να βλέπω φωτογραφίες. Ωστόσο πήρα και έναν καλό μου φίλο, τον Γιώργο Παπαβασιλείου, και τον συμβουλεύτηκα να μου προτείνει έναν νομό (τα καταλύματα στο βιβλίο ήταν χωρισμένα κατά νομούς) για να περάσω αυτό το 4ήμερο που σχεδίαζα. Παρότι Αρτινός, μου πρότεινε να πάω στα Ιωάννινα λόγω καλής νυχτερινής ζωής, άλλωστε ήμουν μόλις 23 ετών. Έτσι λοιπόν ανέτρεξα στα καταλύματα του συγκεκριμένου νομού.

Ψάχνοντας από εδώ και από εκεί βρήκα ένα καταπληκτικό σπίτι, το ‘’Αρχοντικό του Βογιάρου’’ στους Καλαρρύτες. Στις φωτογραφίες έβλεπες ένα αρχοντικό στο βουνό μέσα στο χιονισμένο πράσινο. Λέω, εδώ είμαστε! Παίρνω τηλέφωνο, το σηκώνει ένας κύριος μεγάλος σε ηλικία και τον ρωτάω αν υπάρχει διαθέσιμο μέχρι τις 4 του Γενάρη από απόψε. Κάπως σαστισμένος με ρωτάει υπάρχει αλλά από που θα ερχόμουν. Του απάντησα από Αθήνα και πως θα ξεκινούσα σχετικά άμεσα. Δεν με πολυπίστεψε ωστόσο που ζήτησε να μην τον κοροϊδέψω και δεσμεύσει τσάμπα ένα δωμάτιο εορταστική περίοδο. Το θεώρησα λογικό άλλωστε ποιος τρελός σε οικογενειακή γιορτή εξαφανίζεται να κάνει μόνος διακοπές. Οπότε και τελικά το κλείσαμε.

Παίρνω ξανά τον φίλο μου τον Γιώργο τηλέφωνο και του λέω πως έκλεισα εκεί. Ρε τρελέ μου λέει εκεί είμαι χωριό πάνω ψηλά στο βουνό, δεν έχει καμιά σχέση με την πόλη! Του λέω δεν πειράζει είχε ωραίες φωτογραφίες! Μου λέει κάτσε να μάθω πως θα πας και θα σε πάρω να σου πω σε λίγο (τα gps τότε δεν ήταν τόσο εξελιγμένα ή καλύτερα η χαρτογράφηση τους). Πέρασε μια ολόκληρη ώρα για να με πάρει που άρχισα να αγχώνομαι για το που έκλεισα να πάω… Αφού με παίρνει μου λέει πάρε μια μεγάλη κόλλα χαρτί. Σκέφτομαι από μέσα μου ένα «που πάω;» και περιμένω τις οδηγίες. Έχω να πω πως γέμισε όλο το χαρτί άρα καταλαβαίνετε τι είχα να περάσω για να φτάσω…

Η ώρα 4 πλέον μόλις έχω ετοιμάσει τα πράγματά μου και κατεβαίνω από το σπίτι να πάρω το αμάξι να φύγω. Στην εξώπορτα έμπαινε η μαμά μου. Για που το ‘βαλες, με ρώτησε. Της αποκρίθηκα φεύγω πάω να πάρω τα βουνά, να κάνω διακοπές. Σοκαρίστηκε! Εκεί πέρασε μια σκέψη να τα ακυρώσω όλα, σκέφτηκα μήπως είσαι αρκετά τρελός, όμως με προέτρεψε αφού τα είχα κλείσει όλα να πάω. Όντως και έτσι έγινε και η περιπέτεια μόλις ξεκινούσε!

Μπήκα στο αυτοκίνητο πήρα την Αθηνών – Πατρών, πέρασα και την μεγαλόπρεπη γέφυρα του Ρίου – Αντίρριου την οποία επειδή είχε νυχτώσει με υποδέχτηκε με όλα της τα φώτα αναμμένα. Έφτασα μέχρι την Άρτα και από εκεί και μετά ήταν όλα τα δύσκολα για να το βρω. Το GPS ακόμα έδειχνε δρόμους όμως επειδή δεν υπήρχαν τα χωριά στο χάρτη πήγαινα χωρίς προορισμό ίσα ίσα για να βλέπω τον δρόμο. Κάποια στιγμή άρχισα να χάνομαι στο πουθενά. Για καλή μου τύχη έφτασα σε κάποιο χωριό που ήταν ένα περίπτερο ανοιχτό. Ρώτησα για το πως θα πάω και μου είπε πως είχα ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου. Ωστόσο μου είπε το εξής: «Φίλε είσαι πολύ τυχερός, είμαι νταλικέρης και επειδή κάνω δρομολόγια θα σου δείξω έναν τρόπο να μην χαθείς ποτέ όπου και να πηγαίνεις. Ανοίγω τον χάρτη, βλέπω που πάω και σημειώνω τη διαδρομή. Μετά γράφω τα μέρη που συναντώ με τη σειρά και έτσι ξέρω ότι αν δω κάτι άλλο ότι έχω πάρει λάθος δρόμο». Κόβει λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι χαρτόνι από κούτα τσιγάρων και μου γράφει όπα τα χωριά μέχρι να φτάσω (ήταν 10-15). Τον ευχαρίστησα και ξεκίνησα. Το GPS πλέον δεν είχε και πολλά πολλά να μου δείξει. Προχώρησα μέχρι που έφτασα σε ένα χωριό που λεγόταν Πράμαντα. Βρήκα αδιέξοδο. Η ώρα ήταν 11 το βράδυ, ψυχή δεν υπήρχε. Είχε και κρύο κιόλας οπότε λέω πιάσαμε τζακ ποτ. Ξανά όμως για καλή μου τύχη πέτυχα έναν άντρα να περπατάει οπότε τον ρώτησα και αυτόν πως πάμε για τον προορισμό. Μου είπε πως είχα περάσει ένα μικρό δρομάκι που αν το ακολουθούσα σιγά σιγά θα με πήγαινε αφού βέβαια περνούσα κάμποσο δρόμο. Όντως και το βρήκα και μπήκα. Το GPS πλέον δεν έδειχνε δρόμους. Έχω αρχίσει να περνάω από διάφορες ετοιμόρροπες σιδερένιες γέφυρες, δρόμους χωρίς ίχνος φωτός και μια βραδιά δίχως φεγγάρι. Το απόλυτο τίποτα στο πουθενά. Έτρεχα λίγο κιόλας διότι είχε πάει αργά. Κάποια στιγμή εκεί που πηγαίνω βλέπω μετά από μια στροφή σαν να είχε πέσει ο δρόμος. Πατάω τα φρένα, τι να πιάσουν, πετάχτηκε για λίγο το αμάξι στο αέρα και μπαμ κάτω. Τέτοιο χτύπημα και θόρυβο τόσα χρόνια που οδηγάω δεν έχω ξανανιώσει. Κατέβηκα να δω, λέω θα σπασε κανένας τροχός καμιά ανάρτηση. Τίποτα, ο Θεός ήταν μαζί μου, για φανταστείτε να έμενα εκεί στο πουθενά που αμφιβάλω να έπιανε σήμα το κινητό, δεν θα με έβρισκε κανείς. Συνέχισα και μετά από λίγο μετά από ακόμα μερικές γεφυρούλες και κάτι υποτυπώδεις σήραγγες, επιτέλους έφτασα!

Ήταν 11μιση το βράδυ. Είδα περίπου 8 αυτοκίνητα παρκαρισμένα και ο δρόμος τελείωνε. Το μόνο που άκουγες ήταν τα νερά να τρέχουν. Άλλωστε στους Καλαρρύτες ήμουν που σημαίνει ότι έχει καλή ροή επειδή τρέχουν οι πηγές στο χωριό. Μοναδικό φως δυο λάμπες του χωριού. Υπήρχε μια πλατεία και ένα παλιό λιθόστρωτο δρομάκι. Ξανααναρωτήθηκα «που πάω» και συνέχισα όπου έφτασα σε μια διασταύρωση που έλεγε πλατεία και κάτι άλλο που μου διαφεύγει. Πήρα τηλέφωνο στο αρχοντικό να με βοηθήσουν και πήρα το δρόμο προς την πλατεία. Από τα λίγα που μπορούσα να δω από το φακό του κινητού μου ήταν σαν ένα ερειπωμένο μέρος, ένα χωριό φάντασμα. Δεν μπορώ να κρύψω ότι είχα σκιαχτεί. Μετά από λίγο βρήκα το αρχοντικό. Ένα μεγάλο πέτρινο (όπως οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο χωριό) κτίριο. Χτύπησα την παλιά βαριά πόρτα, μου άνοιξε ο κύριος που μιλούσαμε στο τηλέφωνο και μπήκα.

Καλωσήρθες μου λέει, η κοπελιά; Του λέω μόνος είμαι όπως σας είπα και στο τηλέφωνο. Έλα πέρασε, αποκρίθηκε, ανεβήκαμε μια στρογγυλή πλατιά σκάλα και με πήγε στο δωμάτιό μου. Ήταν έναν μικρό αλλά πολύ ζεστό δωμάτιο, με ένα τεράστιο κρεβάτι και ένα πολύ αφράτο πουπουλένιο πάπλωμα. Τακτοποιήθηκα και κατέβηκα για φαγητό. Ήταν ένα μικρό παλιό σαλονάκι φωτισμένο και το τζάκι αναμμένο. Εκεί καθόταν και μια οικογένεια. Συστήθηκα και έκατσα να φάω. Είχε φασολάκια. Πήγε 12 και αρχίσαμε με όλους τους αγνώστους να πίνουμε τσιπουράκι και να λέμε τις ευχές. Τους είπα όλη την ιστορία και όπως πιθανών εσείς σκέφτεστε τι τρελοκομείο είμαι, κάπως έτσι και αυτοί. Πιο συγκεκριμένα νόμιζαν ότι είχα καμιά ερωτική απογοήτευση και δεν το έλεγα αλλά που να ήξεραν ότι απλά δοκίμασα την περιπέτεια. Τους καληνύχτισα και πήγα για ύπνο. Φανταστείτε ήταν τόσο ζεστό το πάπλωμα που ξυπνούσα όλη νύχτα από την ζέστη.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα νωρίς, πήρα το πρωινό μου δίπλα στο τζάκι και άρχισα να γνωρίζομαι με τον κύριο που είχε το Αρχοντικό. Ήταν ένα παλιό σπίτι μου είπε που το μεγάλωσε σιγά σιγά και έγινε αυτό που ήταν σήμερα. Πραγματικά ήταν μια ωραία ατμόσφαιρα! Αφού τελειώσαμε την συζήτηση βγήκα έξω να κάνω μια μικρή βόλτα στο χωριό. Χτισμένο πάνω σε χαράδρα απλά η θέα του, έκοβε την ανάσα! Όλα ήταν φτιαγμένα από ένα περίεργο είδος πέτρας που ήταν σαν πλάκα και όλα είχαν ένα έντονο γκριζοπό χρώμα. Κάνοντας τη βόλτα μου αντίκρισα την πλατεία του χωριού που είχε όλο κ’ όλο ένα παντοπωλείο του Ναπολέοντα Ζαγκλή. Η ιστορία του λέει πως έφυγε από την Αθήνα για να μείνει μόνιμα εκεί. Το χωριό από ότι έμαθα ήταν 16 μόνιμοι κάτοικοι. Ο γνωστός Βούλγαρης (BVLGARI) με τα ρολόγια καταγόταν από εκεί.

Και αφού «γνώρισα» το χωριό έβαλα μπρος το αυτοκίνητο για να πάω πέρα από το χωριό, πάνω στο βουνό. Υπήρχε μια «τρομακτική» ταμπέλα που έγραφε «Προχωρείτε με δική σας ευθύνη». Εννοείται πως δε δίστασα! Διένυσα περί τα 10 χλμ ώσπου έφτασα παχύ χιόνι και ούτε με αλυσίδες δεν γινόταν να συνεχίσεις (το προσπάθησα δηλαδή). Οπότε έκανα τη στάση μου να βγάλω τις φωτογραφίες μου. Εσύ και ο Θεός είπα. Μαγευτικό το τοπίο που θύμιζε Highlands Σκωτίας. Είπα να συνεχίσω το tour και να πάω στο κεφαλοχώρι που πέρασα το προηγούμενο βράδυ, την Πράμαντα. Είχε κόσμο. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα Club που βρισκόταν στην είσοδο του χωριού, το οποίο ονομαζόταν Super Pramadise(!!!) Προχώρησα και βρήκα ένα όμορφο καφέ και απόλαυσα μια ζεστή κούπα καφέ. Βγαίνοντας μετά πήγα στην πλατεία και συνάντησα μια πηγή με ένα περίεργο αγαλματάκι. Ένα πρόσωπο που το νερό έτρεχε από το στόμα και δυο μεταλλικά σκεύη με αλυσίδα αριστερά και δεξιά του κεφαλιού. Το όνομά της; Η βρύση του Αράπη. Στη συνέχεια έκατσα σε ένα ταβερνάκι για φαγητό. Κάπως έτσι και με λίγες γύρες με το αυτοκίνητο στις γύρω περιοχές νύχτωσε. Το τηλέφωνό μου χτύπησε από τον κύριο του Αρχοντικού. Με πήρε να μάθει αν είμαι καλά και αν συνέβαινε τίποτα. Είχε ανησυχήσει βλέπετε διότι έλειπα όλη μέρα. Φτάνοντας πίσω στο αρχοντικό βρήκα την εξής εικόνα. Ένα πιρούνι με ένα μεγάλο κομμάτι χταπόδι να σιγοκαίει στο τζάκι και ένα ποτηράκι τσίπουρο στο τραπεζάκι. «Αυτά είναι για σένα», μου είπαν όπου και ένιωσα πολύ έντονα το τι σημαίνει φιλοξενία. Καθήσαμε όλοι μαζί να απολαύσουμε το μεζέ και μου είπε η μία οικογένεια που είχα γνωρίσει από το προηγούμενο βράδυ πως φοβήθηκαν που με είδαν μόνο μήπως προερχόμουν από καμιά ερωτική απογοήτευση. Έβαλα τα γέλια και τους εξήγησα το πόσο της περιπέτειας άνθρωπος είμαι. Η κουβέντα μας έκλεισε, λέγοντας μου ότι στο παντοπωλείο του χωριού που είχα δει το πρωί γινόταν μια μικρή εκδήλωση με μουσική.

Έτσι και πήγα λοιπόν στο παντοπωλείο. Συνάντησα πολύ κόσμο γύρω στα 30 άτομα που μάλιστα απόρησα που βρισκόντουσαν όλοι αυτοί. Εκεί είχαν μαζευτεί λίγοι μουσικοί που παίζανε διάφορα δικά τους λαικά με τον Ναπολέοντα να είναι στο τραγούδι. Ρώτησα και έμαθα πως όλοι αυτοί είναι φίλοι από παλιά και είναι χωρισμένοι σε όλοι την Ελλάδα όμως στις γιορτές και για λίγες μέρες μαζευόντουσαν όλοι μαζί σαν οικογένεια και έκανα όλο αυτό το όμορφο σκηνικό. Φανταστείτε η γυναίκα του Ναπολέοντα ήταν που μας σέρβιρε τα τσίπουρα στο μαγαζί και μόλις της ζήτησα λίγο νεράκι μου είπε, αγόρι μου εκεί είναι η βρύση, δείχνοντάς μου το «μπαρ», πήγαινε σαν στο σπίτι σου, είμαστε μια οικογένεια όλοι εδώ. Δεν μπορώ να σας το περιγράψω το όλο συναίσθημα που ένιωθα. Δεν πέρασε πολύ η ώρα, με τόσο κέφι και τόσο τσίπουρο ντόπιο, έφυγα να πάω στο αρχοντικό. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα περνούσα τόσο καλά μόνος μου και μάλιστα πως θα έφευγα με φτιαγμένο «κεφάλι» όπως λέμε.

Η επόμενη μέρα με βρήκε με μια καλή ζαλάδα τύπου Hangover! Όμως με τόσο καλή διάθεση δεν με πείραξε. Κατέβηκα για πρωινό. Εκεί είχε έρθει ένας από τους μόνιμους κατοίκους, εκ τον οποίων και έπαιζε μουσική με τους υπόλοιπους που δυστυχώς μου διαφεύγει το όνομά του, και η ειδικότητά του ήταν να μεταφέρει με τα γαϊδούρια τροφοδοσία στο χωριό. Πιάσαμε την κουβέντα μου είπε πολλά για το χωριό και στο τέλος με προσκάλεσε το βράδυ να πάω ξανά στη μουσική βραδιά.

Η μέρα μου κύλησε παρόμοια με την προηγούμενη μέχρι που νύχτωσε ξανά και γύρισα στο χωριό. Είχε πάει 10 η ώρα που σαν κλασσικός Αθηναίος πίστευα ότι θα πάω και από τους πρώτους, Φτάνοντας, γεμάτο στον κόσμο το παντοπωλείο ανοίγω την πόρτα, με βλέπουν οι μουσικοί και σταματάνε να παίζουν! «Που είσαι και σε περιμένουμε τόση ώρα, κόπιασε» και συνέχισαν να παίζουν. Με έβαλαν να κάτσω μαζί τους στο τραπέζι τους, Γίναμε όλοι μαζί ένα και διασκεδάσαμε για κανά δυο ώρες ακόμα. Τέλος γύρισα σπίτι για τον τελευταίο ύπνο.

Το τελευταίο πρωί απλά δεν ήθελα να φύγω, Είχα γεμίσει τόσο πολύ, είχα νιώσει την αγάπη του κόσμου που με είχε σκλαβώσει. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια και θέλω να ξαναγυρίσω πάλι να ξαναζήσω αυτές τις όμορφες στιγμές. Μην χάσεις την ευκαιρία να δεις αυτό το μέρος, είναι απλά μαγικό. Εις το επανιδείν λοιπόν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.