Οι ήρωες του «Υποκόσμου» περνούν από όλα τα δεινά που υπέστη και ο Φάλαντα: χάνουν τη δουλειά τους, παρανομούν, φυλακίζονται, εθίζονται στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, πτωχεύουν, ασθενούν σωματικά και ψυχικά, στιγματίζονται, μα συγχρόνως παλεύουν για την επιβίωση ―με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους― μένοντας πιστοί σε ό,τι αγαπούν.
Χανς Φάλαντα: «Ιστορίες του υποκόσμου»-Κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κοβάλτιο
Οι «Ιστορίες» του Γερμανού συγγραφέα αποτυπώνουν την οργή της προδοσίας και την αμηχανία της μοναξιάς που παραλύουν αυτόν που νιώθει ξένος μέσα στη διεστραμμένη βιομηχανία μιας ευημερίας από αυτές που «ανθίζουν» σε καιρούς κρίσεων: ένα αισθητικό ντοκιμαντέρ ―στα όρια της αυτοβιογραφίας― για τον διωκόμενο και διωγμένο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η έκδοση περιλαμβάνει τα διηγήματα:
▪ Λόγος υπέρ των τέρψεων της μορφίνης
▪ Αναζητώντας τον πατέρα μου
▪ Ιστορίες του υποκόσμου
▪ Τρία χρόνια απ’ τη ζωή μου
▪ Ο φυλακισμένος ονειρεύεται τη φυλακή του
▪ Πιάνω δουλειά
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Οι εγκληματολόγοι λένε συνέχεια πόσο δύσκολο είναι να συλληφθεί ένας εγκληματίας. Εγώ, από την άλλη, λέω πόσο δύσκολο είναι να συλληφθείς, εάν είσαι εγκληματίας.
Μπαίνω στο αστυνομικό τμήμα δίπλα στον σταθμό του Ζωολογικού.
«Παρακαλώ, συλλάβετέ με».
«Γιατί; Τι κάνατε;»
«Μόλις πριν από μία εβδομάδα, στη Νόιστατ, καταχράστηκα δώδεκα χιλιάδες μάρκα, και πριν από αυτά είχα καταχραστεί, μέσω παραποιήσεως λογιστικών καταστάσεων, ακόμη μεγαλύτερα ποσά, από τα οποία και επωφελήθηκα ― αλλά και τι σημασία έχει. Λέω, συλλάβετέ με!»
«Ονομάζεστε;»
«Χανς Φάλαντα, κάτοικος Νόιστατ».
[Από το «Τρία χρόνια απ’ τη ζωή μου»]
Βλέποντάς τον, οπωσδήποτε δεν σου κάνει κακή εντύπωση. Είναι κομψός κι ευγενής, επειδή έχει δει πολλά στη ζωή του. Η όψη του είναι προσεγμένη, επειδή ξέρει ότι αν γυρνούσε με τα κουρέλια, θα τραβούσε την προσοχή. Έχει εξαιρετικώς επιδέξια χέρια, γρήγορα χέρια, έξυπνα χέρια ― του χρειάζονται στο επάγγελμα. Είναι ξύπνιος· πώς αλλιώς θα είχε πιάσει τα τριάντα έχοντας μόνο εφτά χρονάκια στη στενή; Είναι ―ας πούμε― σκληραγωγημένος: με σύνεση και σέβας δεν σπας ερμάρια.
Έχει μονάχα δύο πάθη. Αυτή είναι κι η δύναμή του, επειδή συνήθως οι άνθρωποι έχουν περισσότερα.
[Από το «Ο φυλακισμένος ονειρεύεται τη φυλακή του»]
Για μια στιγμή συνέρχομαι, κοιτάζω γύρω μου: κάθομαι σ’ ένα φτηνό δωμάτιο ξενοδοχείου, ένα μεγάλο, λευκό πάπλωμα βρίσκεται πεταμένο δίπλα σ’ έναν τοίχο, εκεί όπου μόλις πριν λίγο στραγγάλισα τη σπιτονοικοκυρά μου. Θα βρω μπελά, θα βρω μεγάλο μπελά αν δεν εκμεταλλευτώ αυτήν τη στιγμιαία διαύγεια για να βρω έναν τρόπο να τη σκαπουλάρω. Το μόνο που μπορεί να εξομαλύνει κάπως αυτό το φρένιασμα που έχει καταλάβει το μυαλό και το σώμα μου είναι η μορφίνη.
Αμολιέμαι στις σκάλες, παίρνω σβάρνα έναν λακέ, ορμάω έξω, ένα ταξί, γραμμή στο «Πσορ».
Μες στ’ αυτοκίνητο βαράω ξανά, μουρμουράω κάτι ακατάληπτα τινάζοντας χέρια-πόδια, ο οδηγός γυρίζει όλη την ώρα να δει τι διάολο, οι άνθρωποι έξω στον δρόμο με βλέπουν και μένουν κάγκελο. Εγώ τα καταλαβαίνω όλα αυτά, όπως καταλαβαίνω επίσης ότι ένα μέρος του μυαλού μου παραμένει διαυγές, αλλά τι να σου κάνει κι αυτό μπροστά στον όλο παροξυσμό που σαρώνει σώμα και πνεύμα. Καταλαβαίνω ότι όσο βαράω τόσο τρελαίνομαι ― και συνεχίζω να βαράω.
[Από το «Λόγος υπέρ των τέρψεων της μορφίνης»]