Με μέση πληρότητα της τάξης του 63,5% έκλεισε το πρώτο τρίμηνο του 2024 για τα ξενοδοχεία της Αθήνας – δηλαδή κατά 5,9% θετικότερη απ’ αυτήν της αντίστοιχης περιόδου του 2023. Την ίδια στιγμή, η Μέση Τιμή Δωματίου (ADR) Α΄ Τριμήνου 2024 διατηρήθηκε περίπου σε ίδια επίπεδα με πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 3,9%, καθώς δεν ξεπέρασε τα 98,47 ευρώ έναντι 94,75 ευρώ του Α΄ τριμήνου του 2023, ενώ το Έσοδο ανά Διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) σημείωσε μια βασική αύξηση της τάξης του 10%, φτάνοντας τα 62,48 ευρώ, έναντι 56,79 ευρώ του Α΄ τριμήνου του 2023.
Αθήνα: Πληρότητα 63,5% πέτυχαν τα ξενοδοχεία το πρώτο τρίμηνο
Ο δε Μάρτιος 2024 σε ότι αφορά στην μέση πληρότητα δεν διέφερε ιδιαίτερα από τον Μάρτιο του 2023: Η αύξηση μέσης πληρότητας που σημειώθηκε έναντι του Μαρτίου 2023 ήταν της τάξης του 1,5%, δηλαδή έφτασε στο 71,5% έναντι 70,4% του περσινού Μαρτίου. Η μέση τιμή (ADR) Μαρτίου 2024 σημείωσε αύξηση της τάξης του 7,4% καθώς τον Μάρτιο 2024 έφτασε τα 107,86 ευρώ από 100,43 ευρώ του Μαρτίου 2023, ενώ το Έσοδο ανά Διαθέσιμο Δωμάτιο (RevPar) τον Μάρτιο 2024 σημείωσε αύξηση 9%, φτάνοντας στα 77,08 ευρώ τον Μάρτιο του 2024 – έναντι 70,72 ευρώ του Μαρτίου 2023. Με βάση αυτή την εικόνα βαδίζουμε στο 2024, εκτιμώντας πως -πάντοτε εκτός απροόπτου- τείνει να εξελιχθεί καλά, αν και ειδικά για τα ξενοδοχεία σε Αθήνα – Αττική οι επιδόσεις και οι τιμές της Αθήνας θα μπορούσαν να εξελίσσονται ακόμη καλύτερα – σε όλα τα μεγέθη που εξετάζονται.
Με την ευκαιρία θα θέλαμε να σταθούμε και σε ορισμένα επιπλέον στοιχεία που σχετίζονται με την δυναμικότητα σε κλίνες και την απόδοση των αθηναϊκών ξενοδοχείων, τόσο προς ενημέρωση όλων, όσο και προς απάντηση όσων έχουν την τάση είτε να υπερ-πολλαπλασιάζουν τα έσοδα των ξενοδοχείων, είτε να υποβαθμίζουν τα χρόνια προβλήματα που ‘ροκανίζουν’ τις βέλτιστες επιδόσεις του προορισμού – και τις τιμές των ξενοδοχείων της Αθήνας έναντι των ανταγωνιστών της:
- Οι ξενοδοχειακές κλίνες που αφορούν αποκλειστικά στον Δήμο Αθηναίων, δηλαδή βρίσκονται εντός των ορίων του, είναι απολύτως συγκεκριμένες και καταμετρημένες: Έως τις 14.04.2024 αφορούσαν σε 295 ξενοδοχειακές μονάδες, που αντιστοιχούν σε 18.198 δωμάτια και 34.790 ξενοδοχειακά κρεββάτια. Επομένως, δεν μπορεί να είναι αληθές ότι καθημερινά δεκαπλασιάζεται ο πληθυσμός της Αθήνας, λόγω των τουριστών που ‘επιβαρύνουν’ την πόλη μας και τον Δήμο Αθήνας. Στην περίπτωση που είχαμε την max μέση ξενοδοχειακή πληρότητα (δλδ 100% πληρότητα, σε όλα τα ξενοδοχεία του Δήμου Αθηναίων), την πόλη θα ‘επιβάρυναν’ με την διαμονή τους καθημερινά περί τις 35.000 επισκέπτες (μόλις το 5,44% του πληθυσμού της Αθήνας βάση της απογραφής του 2021).
- Καθώς διαβάζουμε και αναφορές σε έσοδα από τα ξενοδοχεία που αφορούν σε παρελθούσες δεκαετίες, είναι ευκαιρία να υπενθυμίσουμε σε όλους (και) τα εξής:
- Την περίοδο 2007 – 2013 μόνο στο κέντρο της Αθήνας, ‘έκλεισαν’ 31 ξενοδοχεία (2.621 κλίνες), από τα 83 συνολικά ξενοδοχεία που ‘έκλεισαν’ σε όλη την Αττική.
- Από το 2013 έως σήμερα οι ξενοδοχειακές μονάδες που λειτουργούν, ‘άλλαξαν χέρια’, επανεμφανίστηκαν ή πρωτοεμφανίστηκαν στο κέντρο της Αθήνας, δεν αύξησαν τόσο τον αριθμό των ξενοδοχείων όσο ίσως πιστεύουμε ή υποθέτουμε: Από τα 227 ξενοδοχεία όλων των κατηγοριών του Δήμου της Αθήνας του 2013, φτάσαμε το 2024 στα 295, οι δε 27.569 ξενοδοχειακές κλίνες του 2013 αυξήθηκαν σε 34.790 το 2024, κάτι το οποίο επί της ουσίας αντιστοιχεί σε 68 μονάδες – των κατά μέσο όρο 106 κλινών και 50 δωματίων στο κέντρο της Αθήνας. Ο αριθμός των νέων ξενοδοχειακών κλινών στην περίοδο αυτή, των 11 ετών, δεν μπορεί καν να συγκριθεί με τις πολλαπλάσιες κλίνες που απέκτησε π.χ. η Βαρκελώνη στην αντίστοιχη περίοδο, ή με την αλματώδη και άναρχη ανάπτυξη των κλινών βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Αθήνα, που φτάνουν τις 56.000 – σύμφωνα με τα στοιχεία της Lighthouse (ex-Transparent).
Πόσο λοιπόν παραπάνω επιβαρύνουν τα ξενοδοχεία και οι ένοικοι των ξενοδοχείων το περιβάλλον και την καθαριότητα της πόλης μας;
Και κατά πόσον τα ‘τόσα πολλά ξενοδοχεία’ που εμφανίζονται στο δρόμο μας είναι όντως ξενοδοχεία; Μήπως ήρθε η ώρα να αναζητήσουμε αλλού και τις κλίνες και τις αιτίες και τους επιπλέον φόρους και τέλη κάθε είδους;
Η ‘Μελέτη Φέρουσας Ικανότητας’ του προορισμού ΕΞΑΑΑ/ΙΤΕΠ (2022) αποδεικνύει το έμπρακτο και ουσιαστικό ενδιαφέρον μας για το θέμα. Χτυπήσαμε εγκαίρως ‘καμπανάκι κινδύνου’ για τον προορισμό και επισημάναμε πως η Αθήνα οφείλει το ταχύτερο δυνατό να ‘χαρτογραφήσει’ πλήρως την προσφορά και την ζήτησή της -και ως προς την ποσότητα και ως προς την ποιότητα, να θέσει στρατηγικούς στόχους και να καταπολεμήσει σειρά από χρόνια προβλήματα, αδυναμίες και παθογένειες.
- Τα δε έσοδα των ξενοδοχείων όχι μόνο της Αθήνας αλλά όλης της Αττικής δεν ξεπερνούν ετησίως και σε σύνολο τα 2,5 δις ευρώ. Πρόκειται για έσοδα που καταγράφονται σε όλη την επικράτεια της Αττικής, στην οποία σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα (14.4.2024) στοιχεία δυναμικότητας ΞΕΕ/ΙΤΕΠ, δραστηριοποιούνται 701 ξενοδοχεία που αντιστοιχούν σε 34.808 δωμάτια και σε 67.350 ξενοδοχειακές κλίνες όλων των κατηγοριών. Εκ του συνόλου αυτού, οι 406 μονάδες που αντιστοιχούν σε 16.609 δωμάτια και 32.559 ξενοδοχειακές κλίνες, είναι διασκορπισμένες σε όλους τους Δήμους Αττικής και απ’ αυτές, οι 7939 κλίνες ανήκουν στα 4087 δωμάτια των 190 Ξενοδοχείων των νησιών του Αργοσαρωνικού.
Κατανοούμε απολύτως την επιθυμία, την ανάγκη αλλά και την προσπάθεια τόσο του Δήμου Αθηναίων, όπως και του κράτους γενικότερα, να βελτιωθούν τα έσοδά τους από τον Τουρισμό. Αλλά αυτό θα γίνεται μόνο ‘εισπρακτικά’; Αυξάνοντας διαρκώς φόρους, δημοτικά τέλη και καταβολές κάθε είδους – ειδικά και μόνο των ξενοδοχείων; Τα ξενοδοχεία πληρώνουν καθημερινά αυξημένα επενδυτικά και λειτουργικά κόστη και φυσικά καταθέτουν στους προορισμούς και δημοτικά τέλη, όπως και δημοτικό φόρο μέσω των λογαριασμών ρεύματος / βάση των δηλωμένων τετραγωνικών κ.ά., στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί.
Στην ΕΞΑΑΑ πιστεύουμε πως τα έσοδα από τον Τουρισμό -κάτι που αποτελεί κοινό τόπο για όλους μας- αυξάνονται μόνο ακολουθώντας μια μακροπρόθεσμη και στοχευμένη στρατηγική περαιτέρω ανάπτυξης (όχι μόνο αριθμητική αλλά κυρίως ποιοτική) και υιοθετώντας ένα υγιές πλαίσιο συνύπαρξης και δίκαιης συμμετοχής όλων των επιχειρήσεων, και όλων των επαγγελματιών του Τουρισμού όχι μόνο σε φόρους και τέλη αλλά και στις αποφάσεις για το μέλλον του προορισμού, χωρίς στεγανά, και με ‘πυξίδα’ τα αντικειμενικά δεδομένα και την επιστημονική έρευνα.